Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *

Στη χώρα όπου η πελατειακή κομματοκρατία ορίζει το πολιτικό φαινόμενο και η διαπλοκή την αντίληψη της λειτουργίας του, είναι φυσιολογικό τις σχέσεις εξουσίας να τις ερμηνεύει κανείς από κάποιο κομματικό μετερίζι ή να απορρίπτει συλλήβδην την πολιτική προσέγγιση, ταυτίζοντάς την με τον ξεπεσμένο κομματισμό της μεταπολίτευσης. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που ισοπεδώνεται είναι η καλλιέργεια της πολιτικής αντίληψης ως δημοκρατικής θεώρησης της καθημερινότητας - η διαρκής αναζήτηση θεσμών και η καλλιέργεια πολιτισμικών μικροδομών που θα αντιμετωπίζουν το δημοκρατικό παράδοξο: την συνύπαρξη της ελευθερίας με την ισότητα.



Ο γράφων επιχείρησε να ερμηνεύσει την ελληνική κρίση ως κρίση ηγεμονισμού και να εξηγήσει ότι η χώρα έχει ανάγκη να ξαναανακαλύψει την πολιτική στο πλαίσιο μιας εναλλακτικής ηγεμονίας, η οποία θα αφήνει πίσω της τον κομματισμό και τον τεχνοκρατισμό, αναγνωρίζοντας ότι κανένας απολύτως κοινωνικός παράγων (κόμμα, πρόσωπο, ιεραρχία κάποιας θρησκείας, τεχνοκεντρικός μηχανισμός οποιασδήποτε μορφής κλπ) δεν  μπορεί να εμφανίζει τον εαυτό του ως εκπρόσωπο ολόκληρης της κοινωνίας ή του λαού (ολότητα) και να αυτοπροβάλλεται ως «σωτήρας» ή ως αυθεντικός εκφραστής του συγκερασμού συμφερόντων διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Ούτε ασφαλώς επιτρέπεται, στο πλαίσιο του δημοκρατικού και ελευθέρου πνεύματος, ο παράγοντας αυτός να επικαλείται οποιαδήποτε «αυθεντία» για να καταλάβει το κράτος. Με τις σκέψεις αυτές συνέδεσα την «λύση» στη κρίση με την ανάπτυξη μιας νέας στρατηγικής από αριστερά, η οποία ξεφεύγοντας από την παγίδα του «αθροιστικού» ή/και «διαβουλευτικού» δημοκρατικού προτύπου και την κυριαρχική αντίληψη του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» θα πρότεινε ένα διακυβερνητικό πρόγραμμα αναδιοργάνωσης πολιτείας και κοινωνίας σε μια ριζοσπαστικά δημοκρατική βάση.

Αντί για «συναίνεση» και άλλα παραμυθία του ύστερου καπιταλισμού, πρότεινα, με μια σειρά διαδικτυακών παρεμβάσεων, την πολιτική συνεννόηση και κυβερνητική σύμπραξη όλων των  προοδευτικών και κοινωνικών δυνάμεων του τόπου σε ένα αγωνιστικό πλαίσιο με στόχο την θεμελίωση της αυτοκυβέρνησης και της λαϊκής κυριαρχίας σε μια επιτέλους δημοκρατική και όχι πελατειακή βάση. Ξεφεύγοντας στο σημείο αυτό από το κλασσικό μαρξιστικό πρότυπο πρότεινα μια διαφορετική σύλληψη (συγκρότηση) της  ταξικής ταυτότητας και πάλης. Αντί για ταξικό «ανταγωνισμό» μίλησα για πολιτικό «αγωνισμό» διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που τελικά τείνουν να διαμορφώνουν μια συναντίληψη ταξικού συμφέροντος σε περιόδους κρίσεως σαν την ελληνική σήμερα, μέσω μια κοινής στρατηγικής που θα υπηρετεί ένα πρόγραμμα κρατικής και κοινωνικής απελευθέρωσης. Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να διακρίνει την ιδιαιτερότητα της προσέγγισής μου. Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της διαφοράς μου από τον λενινισμό και σχετίζεται με την αντίληψη του ταξικού αντιπάλου: απορρίπτω τον πολιτικό «ανταγωνισμό» ως πάλη μεταξύ εχθρών και στη θέση του τοποθετώ τον «αγωνισμό» ως πάλη μεταξύ αντιπάλων. Τούτο ίσως φανεί σε κάποιους επουσιώδες, είναι όμως το πιο κρίσιμο στοιχείο στην ανάπτυξη πολιτικής πρακτικής και μιας στρατηγικής λαϊκής χειραφέτησης σήμερα, στη θέση μιας στρατηγικής κατάληψης του κράτους, που διαπνέει τόσο τον κρατισμό όσο και τον τεχνοκρατισμό.   

Στην Ελλάδα η μπουλντόζα της ισοπέδωσης του πολιτικού φαινομένου έχει ιστορικές ρίζες – από την εποχή που σχηματιζόταν το Ρωσικό, το Αγγλικό και το Γαλλικό κόμμα, δηλαδή ήδη από το 1825. Από τότε ξεκίνησε η αρρώστια του ελληνικού κομματισμού συνδυασμένου με την εξάρτηση και την παράδοση σε ξένους παράγοντες, που βαπτίσθηκε πατριωτισμός, ενώ εξαγνιζόταν μέσω ενός απατηλού εθνικο-πολιτισμικού ιδιώματος. Ασφαλώς για την ολοκλήρωση του κομματισμού με παράλληλή διασκέδαση του λόγου της υποτέλειας, που έλαβε «ψευδο-ιδεολογική», «ψευδο-πολιτική» μορφή, υποδυόμενος τον πολιτικό λόγο, χρειάσθηκε να περάσουν πολλά χρόνια από την εποχή των Ανδρέα Μεταξά (Ρωσικό),  Ιωάννη Κωλέττη (Γαλλικό) και Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου (Αγγλικό). Κατάληξη αυτού ήταν η υποχώρηση του πολιτικού και της πολιτικής εντός ενός πελατειακού κράτους κομματαρχών και κομματικών μεσαζόντων, που όριζαν κάθε φορά τη θέση πάτρωνα και πελάτη. Η σχέση αυτή επεκτεινόταν ασφαλώς στην οικονομική και κοινωνική σφαίρα και χαρακτήριζε την διεθνή πολιτική ταυτότητα του ελληνικού κράτους.

Η μπουλντόζα τούτη εναντίον της πολιτικής, αντί να αποδυναμωθεί κατά την μεταπολίτευση, ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο. Αιτία υπήρξε η άνοδος και κυριαρχία ενός κατεξοχήν λαϊκίστικου κόμματος (ΠΑΣΟΚ) και η επιχείρηση εξαγνισμού της βεβαρημένης με πολιτικές εξάρτησης και βάρβαρου αποκλεισμού δεξιάς, μέσω του σχηματισμού ενός κεντροδεξιού κόμματος (ΝΔ). Στη συνέχεια αυτά τα δύο κόμματα συνδιαμόρφωσαν ένα πλαστό πλαίσιο ιδεολογικής αντιπαλότητας (κάθετες διαχωριστικές γραμμές), το οποίο στην ουσία θεμελίωσε ένα ιδιόμορφο πολιτικό σύστημα που ενσάρκωνε το κομματικό φαινόμενο ως μηχανισμό κυριαρχίας επί του κράτους, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπόρεσε να διαχωριστεί πραγματικά από την οικονομική και κοινωνική σφαίρα. Ο χυδαίος ελληνικός κομματισμός δεν επέτρεψε τον εκδημοκρατισμό των θεσμών και την ανάπτυξη ενός υγιούς πλουραλιστικού πολιτικού συστήματος με αυθεντική, αναλογική αντιπροσώπευση. Τα τραυματικά σε όλα τα επίπεδα αποτελέσματα του εμφυλίου και η δραματική κομματο-εθνικιστική πολιτική αποκλεισμού των αριστερών από τους δεξιούς, αλλά και η εξάρτηση του ΚΚΕ από την ΕΣΣΔ, έπαιξαν ασφαλώς κρίσιμο ρόλο στην κομματική παραμόρφωση του πολιτικού φαινομένου στον τόπο μας την εποχή του διπολισμού - όπως και στην πολιτική έκφραση της αριστεράς, η οποία έλαβε και αυτή πολωτικό χαρακτήρα.

Τον τόνο στην εξέλιξη της πελατειακής κομματοκρατίας έδωσε στη συνέχεια ο μηχανισμός της διαπλοκής, ο οποίος ανέλαβε την μορφοποίηση και διαιώνιση του φαινομένου του δικομματισμού. Στο πλαίσιο αυτό οι κυρίαρχες δυνάμεις εντός της  αριστεράς, αν και υιοθέτησαν έναν απολύτως δημοκρατικό λόγο σε ότι αφορά στο πολιτικό σύστημα, στην ουσία με την πολιτική τους πρακτική ενδυνάμωναν τον κομματισμό και αντανακλαστικά ενίσχυαν τον δικομματισμό και το καθεστώς πατρωνίας. Κάπως έτσι καταλήξαμε, κατά την μεταπολίτευση, οι εκπρόσωποι της αριστεράς να πλασάρονται στη νομή θέσεων εξουσίας του καθεστώτος και από τη μια να ακούν κριτική στη δομή του, ενώ από την άλλη να συνεισφέρουν στη λειτουργά του. Αντιφατικό; Ίσως, αλλά απόλυτα συνυφασμένο με τις αντιλήψεις περί κατάληψης του κράτους  - και όχι καλλιέργειας του πολιτικού και της πολιτικής ως μορφή ανάπτυξης της προοδευτικής ιδεολογίας στην καθημερινή πρακτική, που θα εμπόδιζε τον σχηματισμό αυταρχικών, μονοπωλιακών δομών -  της  λενινιστικής και όχι μόνον αριστεράς, η οποία ποτέ δεν μπόρεσε να τοποθετήσει το σταλινισμό στο ιστορικό πλαίσιο που τον δημιούργησε και να απαλλαχτεί από σύγχρονες αναπαραστάσεις του.

Είναι τραγικό σφάλμα η επιχείρηση από την κυρίαρχη αριστερά να χρησιμοποιηθεί η κρίση, έτσι ώστε να εξασθενήσει μεν ο δικομματισμός, αλλά να μην διαμορφωθούν προϋποθέσεις εναλλακτικής διακυβέρνησης των προοδευτικών δυνάμεων, καθώς έτσι - όπως εκτιμούν - θα εμποδίζονταν οι αυθεντικοί κομματικοί εκπρόσωποι του λαού να πλασαριστούν σε επίκαιρη θέση για να καταλάβουν σε δεύτερο στάδιο το κράτος και να επιβάλουν τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, σύμφωνα με το σχέδιο που προφανώς έχουν έτοιμο στα κλειδωμένα συρτάρια τους! Αυτό στην πραγματικότητα εκχυδαΐζει την πολιτική ιδεολογία και διαμορφώνει μια επικίνδυνη και παραπλανητική για τα σημερινά λαϊκά συμφέροντα αντίληψη της πραγματικότητας και των δυνατοτήτων για κοινωνική χειραφέτηση, προκαλώντας μια μορφή φαντασιακού διαχωρισμού κομματισμού-τεχνοκρατισμού, την στιγμή κατά την οποία και τα δύο αποθεώνουν την γραφειοκρατική αυθεντία επί μιας πολιτικής τεχνολογίας, η οποία εμφανίζεται ως υπέρτατη αλήθεια και θέσφατο. Για να υποστηριχθεί αυτή η πολιτική παραμόρφωση, τόσο οι μηχανισμοί του κομματισμού όσο και οι προπαγανδιστές του τεχνοκρατισμού καταφεύγουν στον οικονομισμό είτε  «διαφημίζοντας» τον καπιταλισμό ως μονόδρομο, είτε εκτοξεύοντας κατάρες εναντίον του, προτείνοντας την «αντικατάσταση» του από τον σοσιαλισμό, ενώ και στις δύο περιπτώσεις παραγνωρίζονται τα ηγεμονικά στοιχεία που μορφοποιούν πολιτικά τόσο το καφαλαιοκρατικό κράτος, όσο και την προοπτική ύπαρξης ενός σοσιαλιστικού κράτους.

Ας σταματήσω εδώ, καθώς αν συνεχίσω θα ζημιώσω τον σκοπό αυτού του σημειώματος, που ασφαλώς δεν είναι να αναδείξει τις αντιφάσεις στο εσωτερικό της αριστεράς, οι οποίες εμποδίζουν την διαμόρφωση μιας κοινής στρατηγικής των προοδευτικών υποκειμένων για την απελευθέρωση κράτους και κοινωνίας, αλλά να τονίσει ότι οποιαδήποτε λύση στο σημερινό πρόβλημα της Ελλάδας θα πρέπει να αναζητηθεί σε αντίστιξη και ενδεχομένως σε πλήρη αντίθεση με την κομματοκρατία και την τεχνοκεντρική αντίληψη της πολιτικής. Και τα δύο διαπνέονται από αναχρονισμό, αυταρχισμό και πατερναλισμό, αναπαράγοντας πατριαρχικά στερεότυπα, που αποτελούν τη βάση ανάπτυξης τόσο του ύστερου καπιταλισμού, όσο και του γραφειοκρατικού (υπαρκτού) σοσιαλισμού, που κατέρρευσε μέσα στο ζόφο σχετικά πρόσφατα, δίχως να αφήσει πίσω του σημάδια ενός ανώτερου πολιτισμού.

Η χώρα μας διέρχεται μια μοναδική φάση αποδιοργάνωσης, κατά την οποία το κρίσιμο είναι όλες οι προοδευτικές δυνάμεις να συμπαραταχθούν - κριτικά ασφαλώς και δίχως να αλλοιώσουν αναγκαστικά τους ιδιαίτερους ιδεολογικούς τους προσανατολισμούς – σε ένα πλαίσιο συντροφικότητας για την ανάδειξη μιας μεταβατικής κυβέρνησης που θα υποστηρίζει αποτελεσματικότερα τα συμφέροντα των δύο τρίτων της κοινωνίας, τα οποία πλέον συγκροτούν μια περισσότερο ή λιγότερο πολιτική ενότητα με την έννοια του ταξικού συμφέροντος. Πρέπει λοιπόν να απομακρυνθούμε από την λογική του κομματισμού – και όχι φυσικά από τη δημοκρατική λογική του κομματικού φαινομένου: από τον κομματισμό και όχι από τα κόμματα, και να συνειδητοποιήσουμε ότι στο βαθμό που φαλκιδεύονται εξαρχής οι προϋποθέσεις σχηματισμού ενός αξιόπιστου κυβερνητικά τρίτου (αριστερού) πόλου, που θα μπορούσε να διεκδικήσει την διακυβέρνηση επί ενός συγκεκριμένου προγράμματος, μέσω του οποίου θα επιχειρείτο να ανακοπούν οι συνέπειες της κρίσης και να διαμορφωθούν συνθήκες εκδημοκρατισμού και παραγωγικής ανασυγκρότησης, ενισχύεται είτε ο δικομματισμός, είτε ο τεχνοκρατισμός, είτε μια μορφή κυριαρχίας των πολιτικομεγαλοεπιχειρηματικών δυνάμεων του καθεστώτος ως μεταβατικό στάδιο για το πέρασμα από το πρώτο (δικομματισμός) στο δεύτερο (παγκόσμια διακυβέρνηση).

Ο κομματισμός από όπου και αν προέρχεται είναι η χειρότερη κατάρα για την πρόοδο της ελληνικής κοινωνίας. Αυτός εξέθρεψε την διαπλοκή, αυτός συντηρεί το πραξικοπηματικό καθεστώς (με καθαρά δημοκρατικούς όρους) στη χώρα και αυτός παραμορφώνει διαρκώς τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας. Τέλος, αυτός δίνει πάτημα σε «φασίζοντες-νεοφιλελευθέρους» ή «νεοφασίστες» ή «νεοφιλελεύθερους-χουντικούς» ή ακόμη και σε «σοσιαλιστές της παγκόσμιας διακυβέρνησης», για να αναπτύσσουν τον ισοπεδωτικό, πραξικοπηματικού τύπου, ολοκληρωτισμό τους, εξευτελίζοντας το κομματικό φαινόμενο. Τούτοι, που εξαιτίας των αποτελεσμάτων της πτώχευσης και φτωχοποίησης φαίνεται να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, συγχέουν σκόπιμα ή συμπλεγματικώς τον κομματισμό με την ύπαρξη και λειτουργία κομμάτων σε μια πλουραλιστική δημοκρατία, καταλήγοντας να προπαγανδίζουν συνήθως εμμέσως μια χούντα τεχνοκρατών ή μια χούντα στρατιωτικών για να δώσει δήθεν ορθολογική λύση στη κρίση.

Τελικά με την αμέριστη συμπαράσταση της διαπλοκής ο τρίτος πόλος διαμορφώνεται αντί από την αριστερά και από αριστερά, από την «παπαδημο(κρατία)», σε ένα φαντασιακό πλαίσιο υπέρβασης του εξευτελισμένου δικομματισμού, ενώ παράλληλα νέοι κομματικοί σχηματισμοί τείνουν να διαμορφωθούν με κριτήρια αποικιοκρατικά σαν και αυτά που οδήγησαν κατά τα πρώτα βήματα του ελληνικού κράτους, στο σχηματισμό του Ρωσικού, του Αγγλικού και του Γαλλικού κόμματος, προσαρμοσμένα στην «εποχή» μας ασφαλώς!! Πρόκειται για την απόλυτη ιστορική φάρσα. Αν μάλιστα οι αριστερά δεν μπορέσει να υπερβεί την σταλινική αντίληψη περί πολιτικής και εξουσίας, προβλέπω την πιθανότητα να ξαναζήσουμε φαιδρές, αλλά ταυτόχρονα τραγικές καταστάσεις, με τον απόλυτο εξευτελισμό του δημοκρατικού προτύπου και απίθανα γελοίες νέες διαχωριστικές γραμμές, που θα χαράσσονται από θλιβερούς ηγετίσκους στο όνομα του λαού και του εθνικού συμφέροντος, ασφαλώς! Την ίδια στιγμή η αριστερά θα καταγγέλλει τη νέα αντιλαϊκή, αντιδημοκρατική εκτροπή, αλλά  δυστυχώς δεν θα ακούγεται από τους πολλούς, καθώς θα έχει χάσει την ευκαιρία της καθοριστικής παρέμβασης.       

Τώρα ο τεχνοκρατισμός ως το ιδεολόγημα του τεχνοκεντρισμού στην πολιτική πρακτική, έρχεται να δώσει λύση στο αδιέξοδο του καθεστώτος που χρεοκόπησε την χώρα. Από τους πραξικοπηματίες του δικομματισμού (ποτέ δεν διεξήχθησαν εκλογές που δεν χειραγωγούσαν χυδαία και δεν νόθευαν την βούληση του εκλογικού σώματος) που φρόντισαν να διασύρουν μέσω του κομματισμού και του πελατειακών θεσμών την δημοκρατία στον τόπο, σήμερα έρχονται κάτι υβριστές της επιστήμης να υποστηρίξουν το τέλος της πολιτικής και του πολιτικού «ανταγωνισμού» ή «αγωνισμού» εν ονόματι  κάποιων δήθεν ουδετέρων, αντικειμενικών λύσεων. Κατέφθασαν οι απολιτικοί για να κάνουν πολιτική, και τους υποδέχονται θριαμβευτικά οι νεοφιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες και οι ντόπιοι νεοφασίστες. Το καθεστώς και η διαπλοκή, δηλαδή, που εμφανίζονται αγανακτισμένοι με την τάχαμου κυριαρχία μιας δήθεν αριστερής ιδεολογίας στο τόπο, που οδήγησε στην καταστροφή!! Είναι ο τεχνοκρατισμός παρέα με το νεοφασισμό που συνειδητά συγχέουν το κράτος πατρωνίας - το οποίο έστησε στην Ελλάδα η δεξιά με τους ξένους «προστάτες» της χώρας και ενδυνάμωσε το ΠΑΣΟΚ -  με την σοσιαλιστική ιδεολογία και πρακτική . Τον κομματισμό θεωρούν «αριστερή ιδεολογία» οι δυστυχισμένοι αυτοί πελάτες του καθεστώτος. Όπως θεωρούν τα στοιχειώδη ανθρώπινα και αστικά δικαιώματα, που θεμελιώνουν βασικά δημοκρατικά δικαιώματα, ως θεσμούς αντιαναπτυξιακούς και αριστερή τρικλοποδιά  στην ευημερία της «Ελλάδας των Ελλήνων Χριστιανών», που μάλλον ευχαρίστως κάποιοι από αυτούς θα παράλλασαν σε: «Ελλάδα των Ρωσόφιλων Χριστιανών»!

Πρόκειται για μια τρέλα, που καλλιεργεί το καθεστώς για να περισώσει τους παράγοντες που το συνθέτουν και αντί η αριστερά να προσφέρει έναν σύγχρονο δημοκρατικό αντίλογο και μια νέα προοπτική στη κοινωνία, εμπλουτίζοντας δημοκρατικά το κομματικό φαινόμενο με μια σύγχρονη στρατηγική συνεργασιών των αριστερών κομμάτων, παλινδρομεί στη πλέον σκληρή διαλεκτική του κομματισμού. Κρίσιμο σφάλμα είναι αυτό, σύντροφοι… ας μην επιτρέψουμε ο κομματισμός και ο τεχνοκρατισμός να αποτελειώνουν την Ελλάδα!

Αν δεν  ξαναανακαλύψουμε την δημοκρατική πολιτική και δεν εγκαταλείψουμε τον κομματισμό και την αντίστοιχη πολιτική κουλτούρα, δεν βλέπω με ποιο τρόπο η χώρα μπορεί να ανασυγκροτηθεί, δίχως να καταστραφεί τελειωτικά η κοινωνία. Το κομματικό φαινόμενο, αντί να υποβαθμιστεί πολιτικά, όπως επιδιώκει ο τεχνοκρατισμός, θα πρέπει να εμπλουτιστεί με τις αρχές του ριζοσπαστικού πλουραλισμού και την προγραμματική συνεργασία διακριτών ιδεολογικών χώρων, που όμως επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν τα ευρύτερα συμφέροντα των δύο τρίτων της κοινωνίας, τα οποία αυτή την περίοδο πλήττονται μαζικά από το ελληνικό καθεστώς και τους ξένους πάτρωνές του.

Το κείμενο αυτό αποτελεί την τελευταία απόπειρα του γράφοντος στην προσπάθεια ευαισθητοποίησης σχετικά των ηγεσιών των προοδευτικών κομμάτων, όπως και των Ελλήνων πολιτών γενικότερα, με σκοπό: (1) την αλλαγή της στρατηγικής στο χώρο της ευρύτερης αριστεράς και (2) την αφύπνιση των Ελλήνων με την εγκατάλειψη του δικομματισμού και την αποπαγίδευση από τον τεχνοκρατισμό   Πιστεύω ότι έστω και τη τελευταία στιγμή (έστω και πολύ καθυστερημένα), οι προοδευτικές-κοινωνικές δυνάμεις πρέπει να αναθεωρήσουν συγκυριακά τη στάση τους, έστω και αν δεν απορρίψουν τον κομματισμό, όσοι τον θεωρούν αναπόσπαστο κομμάτι της ιδεολογίας τους. Το τελευταίο δεν είναι καθόλου αντιφατικό στον βαθμό που διακριτά κόμματα σοσιαλιστικού προσανατολισμού, διατηρώντας τα ιδιαίτερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά τους και την κομματική τους οργάνωση, θελήσουν να συμπράξουν για τον σχηματισμό μιας μεταβατικής κυβέρνησης επί ενός συγκεκριμένου προγράμματος.

Και μόνον το ότι μία τέτοια συζήτηση δεν έγινε σοβαρά και ευρύτερα τόσο καιρό, παρά τις εκκλήσεις και προκλήσεις από ένα ιδεολογικό μπουκέτο προσωπικοτήτων, που διαπνέονται από δημοκρατικά ιδανικά, φανερώνει ότι δεν υφίσταται περίσσια τόλμης και αρετής για να αντιμετωπιστεί το κράμα κομματισμού – τεχνοκρατισμού, που οδηγεί την χώρα σε πολιτικό αδιέξοδο και φουσκώνει τον ασκό του Αιόλου με αντιδημοκρατικές, αντιλαϊκές προοπτικές. Θέλω να πιστεύω ότι κάνω λάθος. Θέλω να πιστεύω ότι η πολιτική τόλμη σε συνδυασμό με την δημοκρατική αρετή θα πρυτανέψουν. Θέλω να ελπίζω στην αναγέννηση της συντροφικότητας, παρά τις ιδεολογικές διαφορές. Θέλω να πιστεύω ότι η αριστερά δεν θα αυτοεγκλωβιστεί και ότι ο ελληνικός λαός δεν αποτελείται από πρόβατα. Θέλω να πιστεύω ότι δεν θα χρειαστεί να γράψω ξανά κάτι παρόμοιο…             

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.