Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *

Το ότι ποτέ δεν έχω αφαιρέσει ούτε έχω θελήσει να αφαιρέσω έστω και ένα νι από τις αναρτήσεις μου στο διαδίκτυο, δεν σημαίνει ότι θα αποφύγω την στιγμή που κάποια ανάρτησή μου θα αφαιρέσει εμένα. Η στιγμή αυτή μάλλον έφτασε. Το ότι δεν έχω αφαιρέσει κι ούτε θέλω να αφαιρεθεί τίποτα από όσα έχω σημειώσει την τελευταία πενταετία δεν σημαίνει ότι δεν έχω κάνει λάθη σε εκτιμήσεις. Μόνον που τα όποια λάθη είχαν να κάνουν με το κομμάτι της προσέγγισής μου που τιμώ ιδιαίτερα: τον χρόνο και όχι εκείνο που κατά βάθος «υποτιμώ», αλλά προφανώς με καθορίζει βαθύτερα, τον χώρο.



Για να είμαι ακριβής, η μεθοδολογική προσέγγιση (μου) των σχέσεων εξουσίας που παράγουν την συγκυριακή αλήθεια επί της οποίας διαμορφώνεται η πολιτική πρακτική στο εσωτερικό της χώρας με άξονα την αντιμετώπιση της κρίσης (ΧΩΡΟΣ), όσο πιο αυστηρή υπήρξε, τόσο περισσότερο υπονόμευσε την γενικότητα στην θεώρηση του φαινομένου (ΧΡΟΝΟΣ), που ενδεχομένως να ξεκαθάριζε την προοπτική της χώρας μας μπροστά στα μάτια μας με πολιτικούς όρους ασφαλώς. Στη προσπάθεια να ισορροπήσω μεταξύ «χώρου» και «χρόνου» πάντα ο «χώρος» βάρυνε περισσότερο. Και ξέρετε γιατί; Διότι την λύση στο πρόβλημα της κρίσης κατέληγα τις περισσότερες φορές – μετά από πίεσή σας φίλοι - να την αναζητώ σε ένα κριτικό πλαίσιο που εγκλώβιζε τον αναλυτικό σχολιασμό στον παρόντα χώρο της Ελλάδας και γενικά της διεθνούς πολιτικής. Έμοιαζε τις περισσότερες φορές η κριτική (μου) να κινείται μεταξύ της λεγόμενης σχολής της Φρανκφούρτης και της πολύ νεότερης σχολής της Κοπεγχάγης, παραγνωρίζοντας ευφυείς προσεγγίσεις της πολιτικής φιλοσοφίας που αναπτύχθηκε ως αριστερή εξέλιξη των ιδεών του Νίτσε.

Αφού αποσαφηνίσαμε το «ελάττωμα» του σχολιασμού μου αυτής της περιόδου, ας κάνουμε μία απόπειρα να δώσουμε στον «χρόνο» την πολιτική βαρύτητα την οποία του στερήσαμε, δηλαδή αυτό που εμείς, υποταγμένοι στην επιστημολογία, στερηθήκαμε: την αφαίρεση μακροπολιτικών δομών που συσκοτίζουν σε μικρο-επίπεδο τις ουσιαστικές σχέσεις εξουσίας στην συγκεκριμένη κρίση και υπονομεύουν την προσπάθεια απεγκλωβισμού από τα λογής-λογής διλήμματα, τα οποία διαμορφώνουν ένα πλαίσιο απειλών εντός του οποίου καλούνται να κινηθούν και να πάρουν θέση κυβέρνηση, κόμματα και πολίτες. Για να γίνει αυτό, όμως, απαιτείται αυτή η ανάρτηση να αφαιρέσει τον συγγραφέα της. Βλέπετε, ποτέ η ιστορία δεν ήταν το απλό αποτέλεσμα πολιτικών συγκρούσεων. Υπήρξε και θα υπάρχει όσο συστήνει αλήθειες σε ένα αφαιρετικό πλαίσιο κριτικής τούτων ακριβώς των πολιτικών συγκρούσεων που μοιάζει να την καθορίζουν. Το ιστορικό «αποτέλεσμα» δεν είναι, λοιπόν, η έκβαση των πολιτικών συγκρούσεων, αλλά η κριτική δομή στην παραγωγή αυτών των σχέσεων, την οποία ασφαλώς διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό κυριαρχικά οι νικητές. Τούτο είναι που κατά την γνώμη μου «γεφυρώνει» τον Χέγκελ με τον Νίτσε.

Φίλοι, η ελληνική κρίση δεν είναι το αποτέλεσμα της κρίσης του παραγωγικού μηχανισμού του καπιταλισμού. Είναι το αποτέλεσμα της στρατηγικής των πολιτικών δυνάμεων που αναζητούν με χρηματιστικά μέσα την υπέρβαση του συγκεκριμένου μοντέλου συσσώρευσης που χαρακτηρίζει το τέλος της βιομηχανικής εποχής. Αυτοί δεν αναζητούν οικονομική λύση στο πρόβλημα της παρούσης υπερσυσσώρευσης και υπερθέρμανσης των οικονομιών Δυτικού τύπου, αλλά πολιτική λύση, με την έννοια του απόλυτου ελέγχου των σχέσεων παραγωγής σε ολόκληρο τον κόσμο από μια πολιτικοοικονομική ελίτ που θα χαράσσει αυθεντικά την στρατηγική των χρηματικών ροών σε συνάρτηση με την καθολική ρύθμιση της παραγωγής σε όλο τον κόσμο. Τούτο θα υποστηρίζεται από μια καθολική κουλτούρα που θα νομιμοποιεί και θα αναπαράγει τις νέες σχέσεις εξουσίας που θα αναπαρίστανται μυθικά ως φυσιολογικό αποτέλεσμα της οικονομικής εξέλιξης και της θεσμικής ολοκλήρωσης της παγκοσμιοποίησης. Έτσι κατασκευάζεται το πλαίσιο πολιτικής ισχύος που συνθέτει την παγκόσμια διακυβέρνηση. Την τελευταία μην την φαντάζεστε με τη μορφή κάποιου «υπουργικού συμβουλίου» ή του «Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ» ή με τη μορφή των «Συνόδων Κορυφής της ΕΕ». Καμία σχέση: τούτη η μορφή μεταμοντέρνας παγκόσμιας διακυβέρνησης θα είναι αόρατη καθώς θα ακολουθεί διαφορετική θεσμική υπόσταση, από την αντίστοιχη της εποχής της Κυριαρχίας και του Δικαίου της, όπως την βιώσαμε πολιτικά και νομικά την βιομηχανική εποχή που μας «εγκαταλείπει» με οδύνες που μοιάζουν με παρελθούσες μορφές, αλλά δεν έχουν καμία σχέση ως μικρο-πολιτικές στρατηγικές και καπιταλιστικές πρακτικές.

Σήμερα στην Ελλάδα βιώνουμε ένα πολιτικό πειραματισμό μετάβασης από το βιομηχανικό μοντέλο Κυριαρχίας σε ένα εντελώς διαφορετικό ΜΕΤΑΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ. Είναι σφάλμα να ερμηνεύουμε αυτή την μετάβαση απλώς ως νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό, ή περιοριστικά, ως κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας με την μορφή της κατάκτησης όπως την γνωρίσαμε την βιομηχανική εποχή στην Ευρώπη, ή ακόμη της κυριαρχίας και εκμετάλλευσης αποικιακής μορφής, όπως έχει καταγραφεί ιστορικά και στις πέντε σχεδόν ηπείρους.

Εδώ πρόκειται για έναν μεταθεσμικό και μεταπολιτικό μετασχηματισμό της ίδιας της έννοιας της κυριαρχίας. Πρόκειται πραγματικά, δηλαδή, για το τέλος της ιστορίας ως μορφή πολιτικής σύγκρουσης για τον ορισμό του μοντέλου των σχέσεων παραγωγής. Εάν το πείραμα στην Ελλάδα ολοκληρωθεί επιτυχώς, δεν θα μιλάμε για μια μορφή κυριαρχίας όπου ο Α θα επιβάλλει την βούλησή του στον Β πειθαναγκάζοντάς τον να υποταχθεί μέσω της ανάπτυξης πολιτικής πρακτικής και Δικαίου που θα συστήνει ένα συγκεκριμένο και αδιαπέραστο πλέγμα απειλών, αλλά μέσω της αντίληψης ότι ο Β αποτελεί ο ίδιος απειλή για τον εαυτό του, σε τέτοιο βαθμό που κινδυνεύει η ύπαρξή του (αυτοκτονία) εάν δεν εφαρμόσει απαρέγκλιτα τις λεγόμενες «Βest practices», οι οποίες προτείνονται από μία περισσότερο ή λιγότερο αόριστη πολιτική δομή ενός σύγχρονου «ελέω Θεού αυτοκράτορα». Για παράδειγμα, η στρατηγική των οικονομοθεσμικών προτάσεων της τρόικας, σε οποιαδήποτε μορφή έχει εκδηλωθεί μέχρι τώρα ή περιγράφεται γενικά στη νέα σύμβαση που θα ορίζει την προσαρμογή της χώρας μας σε ένα νέο πτωχευτικό καθεστώς, δεν έχει απολύτως κανένα χωροχρονικό ανάλογο. Δεν είναι ένα μοντέλο που έχει εφαρμοστεί κάπου αλλού στον κόσμο και ας υπάρχουν μεμονωμένες ομοιότητες αυτής της στρατηγικής με αντίστοιχες, σε άλλες περιπτώσεις κρατών που αντιμετώπισαν το φάσμα της χρεοκοπίας.

Το μοντέλο, λοιπόν, που το καθεστώς στην Ελλάδα αποδέχεται ως σωτήριο για την ύπαρξή του (και πράγματι μοιάζει να είναι σωτήριο γι’ αυτό, με την έννοια ότι θα διαμορφώσει χωρόχρονο συντεταγμένης αναδιάρθρωσης των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων δίχως να ανατραπούν ριζικά οι σχέσεις που το εντάσσουν στο διεθνές σύστημα μεταβολής της Κυριαρχίας) και για το οποίο γίνονται απίθανα καραγκιοζιλίκια αυτές τις ημέρες και ώρες για να επιβληθεί, ξεπερνά κατά πολύ τις συγκεκριμένες θεσμικές και οικονομικές πρακτικές, που απολύτως αόριστα εμφανίζονται να επιβάλλονται μέσω των διακηρύξεων της τελευταίας Συνόδου Κορυφής με τη μορφή ενός «Συμφώνου». Στη Ελλάδα, φίλοι, η λύση συνδέθηκε όχι απλώς με την μεταβολή  των όρων εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, εις βάρος των λαϊκών στρωμάτων και του λεγόμενου εθνικού συμφέροντος, αλλά με την διαφορετική αντίληψη της κυριαρχίας αυτής καθ’ εαυτής. Αυτή η νέα αντίληψη της κυριαρχίας ομοιάζει με την προ της Γαλλικής Επαναστάσεως θεσμικής ενσάρκωσης της Κυριαρχίας του «ελέω Θεού αυτοκράτορα». Μόνον που πλέον ο Θεός-Αυτοκράτωρ θα είναι αόρατος και θα συμβολίζεται μέσω των «Βest practices» που θα αποτελούν τον πολιτικό κώδικα, ο οποίος θα θεσπίζει μια νέα μορφή Δικαίου για την χώρα μας. Το Σύνταγμα και η κοινή νομοθεσία, καθώς και το ευρωπαϊκό δίκαιο και οι κανόνες διεθνούς δικαίου θα μορφοποιηθούν κατάλληλα ώστε να ανταποκρίνονται αρμονικά στην νέα δομή Δικαίου που συστήνει η πολιτική στρατηγική της Νέας Κυριαρχίας του «αόρατου ελέω Θεού αυτοκράτορα», που δεν είναι άλλος από τον παγκόσμιο κυβερνήτη. Εάν το πείραμα πετύχει στην Ελλάδα, που επιλέχτηκε μάλλον προσεκτικά για αυτή την «δοκιμή», σύντομα θα επεκταθεί και σε άλλες δυτικές κοινωνίες, θα διαλύσει την ΕΕ, θα ανατρέψει τις απόπειρες για ένα πολυπολικό σύστημα ηγεμονίας στον κόσμο και θα οδηγήσει σε συγκρούσεις για την παγκόσμια επικράτηση του αόρατου Παγκόσμιου Κυβερνήτη, όπως τον περιέγραψα.

Δεν θα σας ταλαιπωρήσω άλλο με αυτή την «ανάρτηση» που αφαιρεί τον συγγραφέα της. Θεώρησα χρήσιμο αυτές τις δραματικές ώρες για την εξέλιξη της πολλαπλής κρίσης στην πατρίδα μας, να επανατοποθετήσω την στρατηγική των αναρτήσεών μου της τελευταίας τουλάχιστον διετίας, σε μια δομικότερη βάση, δίνοντας την ευκαιρία στον «χρόνο» να πάρει την ρεβάνς του από τον «χώρο», που περιορίζει αντικειμενικά την λύση, καθώς εντός αυτού το υποκείμενο της ιστορίας διακρίνεται τεχνηέντως από το αντικείμενό της, ενώ, προσθέτοντας την διάσταση του χρόνου πετυχαίνουμε να αναζητούμε τις μικροπολιτικές που ορίζουν τις σχέσεις παραγωγής σε ένα πλαίσιο διαλεκτικής μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου. Τι σημαίνουν όλα τούτα για τις πρωτοβουλίες που οφείλει να αναλάβει ο προοδευτικός κόσμος και οι δημοκράτες πατριώτες στην χώρα μας συλλογικά και με απόλυτη σοβαρότητα τούτες τις ώρες, δεν θα επιχειρήσω να εξηγήσω ... ξανά. Τα είπαμε και εξηγηθήκαμε πλέον από όλες τις πλευρές και δεν μένει πια τίποτε άλλο να επισημάνω, εκτός ίσως από το απόφθεγμα του Ελίτη: «Προσπάθησε να οδηγήσεις την Τεχνική τελειότητα στη φυσική της κατάσταση» και όχι το αντίστροφο. Προσπάθησε, δηλαδή, να αναπτύξεις μέσα στην κρίση μια απολύτως σύγχρονη πολιτική τεχνολογία που θα αποδομεί συμβολικά και μέσω της πολιτικής πρακτικής την στρατηγική που ορίζει αυτή τη νέα μορφή Κυριαρχίας και Δικαίου, που επιχειρείται πρόστυχα να εγκαθιδρυθεί πειραματικά στην χώρα μας. 

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.